- ἀτιθάσου
- ἀτίθασοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαμάρωμα — το, Ν [σαμαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου … Dictionary of Greek
Βρουγχίλδη — (Brunhilde, 534 – 613 μ.Χ.). Κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Αθαναγίλδου. Ήταν σύζυγος του Σιγιβέρτου, βασιλιά της Αυστρασίας, τον οποίο έστρεψε, με αφορμή τη δολοφονία της αδελφής της Γκαλσβίνθης, εναντίον του αδελφού του Χιλπέριχου, βασιλιά της … Dictionary of Greek
Κιαμπρέρα, Γκαμπριέλο — (Gabriello Chiabrera, Σαβόνα 1552 – 1638). Ιταλός ποιητής. Αρχικά, ο Κ. εργάστηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Κορνάρο στη Ρώμη. Εξαιτίας, όμως, του ατίθασου χαρακτήρα του και του φόνου ενός αριστοκράτη, αναγκάστηκε να καταφύγει στην πατρίδα του … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… … Dictionary of Greek
Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… … Dictionary of Greek